- τέλλομαι
- Ααρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ.β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ. περιτέλλομαι), έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *kwel- «γυρίζω, περιφέρομαι», με ενεστωτικό επίθημα -jω και συνδέεται με το συνώνυμο του πέλω, -ομαι (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. πέλω)].
Dictionary of Greek. 2013.